- κανάβι
- και καν(ν)άβι, το1. δημώδης ονομασία τού φυτού κάν(ν)αβη*2. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάν(ν)αβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάν(ν)αβις με μεταπλασμό σε ουδ. κατά τα δάμαλις > δαμάλι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κανάβι και κάνναβη — (κάνναβις η ήμερος κοινή). Φυτό της οικογένειας των μορεϊδών και κατ’ άλλους των κανναβινιδών (δικοτυλήδονα). Είναι φυτό ποώδες, με όρθιο βλαστό και έχει ύψος γύρω στα 2 μ., απλό ή λίγο διακλαδιζόμενο στο ανώτερο τμήμα. Έχει φύλλα αντίθετα,… … Dictionary of Greek
καμβάς — ο 1. χοντρό ύφασμα από κανάβι ή λινάρι ή βαμβάκι ή μετάξι, πολύ αραιά πλεγμένο και δικτυωτό, που είναι κατάλληλο για κεντήματα, δαντέλες, τάπητες κ.λπ. 2. μτφ. (για λογοτεχνικό ή θεατρικό κ.λπ. έργο) η πλοκή, ο μύθος, η υπόθεση τού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μαριχουάνα — Ναρκωτική ουσία, που προέρχεται από το φυτό κάνναβη. Βλ. λ. κανάβι· χασίς. * * * η 1. μίγμα αποξηραμένων φύλλων και λουλουδιών τής ινδικής καννάβεως, το οποίο χρησιμοποιείται ως ναρκωτικό 2. κοινή ονομασία τής ινδικής καννάβεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ … Dictionary of Greek
κάνναβη — Βλ. λ. κανάβι ή κάνναβη … Dictionary of Greek
μουσίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, που φύονται στα υγρά και θερμά κλίματα των τροπικών περιοχών. Γενικά περιλαμβάνει πολυετείς, ογκώδεις, ριζωματώδεις πόες, με μορφή δέντρου· τα φύλλα είναι πολύ μεγάλα, με έλασμα που σχίζεται από τις δυο πλευρές… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek